σταμίνα

σταμίνα
η / σταμίν, -ῑνος, ΝΑ
νεοελλ.
καθένα από τα ορθά ξύλινα ή σιδερένια τεμάχια που συγκρατούν τα σκέλη τών νομέων στον σκελετό τού σκάφους, κν. σκαρμός τής πόστας
αρχ.
1. καθένα από τα ορθά ξύλα στα πλάγια τού πλοίου που ξεκινούν από την τρόπιδα και υποβαστάζουν το κατάστρωμα τού σκάφους
2. επηγκενίδα, καθεμιά από τις οριζόντιες σανίδες στα πλάγια τού σκάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ἵστημι* με έρρινο επίθημα -μῑν- (πρβλ. ἑρμίν, ῥηγμίν), βλ. και λ. στά-μνος. Η βραχύτητα τού -ĭ- στη δο τ. πληθ. σταμίνεσσι οφείλεται σε μετρικούς λόγους. Ο τ. σταμίς, -ίδος, κατά τα θηλ. σε -ίς, -ίδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σταμίδα — η /σταμίς, ίδος, ΝΑ η σταμίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σταμίνα] …   Dictionary of Greek

  • στάμνος — ὁ, ἡ, ΝΜΑ πήλινο ευρύστομο αγγείο με υψηλούς καμπύλους ώμους, κοντό λαιμό, αρκετά μεγάλη κοιλιά και δύο οριζόντιες λαβές στην ευρύτερη διάμετρό του το οποίο εμφανίστηκε στην αττική κεραμεική το β τέταρτο τού 6ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε για την… …   Dictionary of Greek

  • στήμα — το / στῆμα, ήματος, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. το κοράκι αρχ. 1. το προεξέχον εξωτερικό τμήμα τού ανδρικού μορίου 2. βάθρο στο οποίο περιστρέφεται άξονας 3. (κατά τον Ησύχ.) α) (ως ναυτ. όρος) πιθ. η σταμίνα β) ο στήμονας τού άνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”